- ῥεπτικός
- ῥεπ-τικός, ή, όν,A inclining,
ὄρεξις ῥ. πρός τι Stoic.3.108
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄρεξις ῥ. πρός τι Stoic.3.108
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρεπτικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ρέπει, που κλείνει προς κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥεπτικόν η ροπή, η κλίση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το αμάρτυρο *ῥεπτός (< ῥέπω) που εμφανίζεται εν συνθέσει στο επίθ. ἄρρεπτος] … Dictionary of Greek
ῥεπτικόν — ῥεπτικός inclining masc acc sg ῥεπτικός inclining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεπτικήν — ῥεπτικός inclining fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)